- σχιζόφυτα
- Μεγάλη υποδιαίρεση φυτών, που περιλαμβάνει τις κλάσεις των σχιζοφυκών και των σχιζομυκήτων. Πρόκειται για οργανισμούς γενικά μονοκύτταρους και πολύ απλούς, με διαστάσεις μικροσκοπικές οι οποίοι στερούνται χλωροφύλλης και γι’ αυτό είναι ετερότροφοι ή εφοδιασμένοι με φωτοσυνθετικές χρωστικές ουσίες, οπότε είναι αυτότροφες.
* * *τα, Νβοτ. άθροισμα πολύ πρωτόγονων φυτών τών οποίων το ουσιώδες χαρακτηριστικό είναι να αναπαράγονται με απλό μερισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schizophyta (< σχίζω + φυτό). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Σπ. Μηλιαράκη].
Dictionary of Greek. 2013.